- εσθλός
- ἐσθλός, -ή, -όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, -ά, -όν και αιολ. ἔσλος (Α)1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του)2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.)4. (για άλογα) αυτός που ανήκει σε καλή ράτσα5. ηθικός, χρηστός, πιστός («ἐσθλὸς φίλος», Σοφ.)6. (για σκύλο) πιστός, ωφέλιμος7. (για οιωνούς) αίσιος, ευοίωνος8. (για πράγμ.) αρμόδιος, επιτήδειος, ωφέλιμος («πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματα», Ομ. Οδ)9. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσθλόνη καλή τύχη, η ευτυχία10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσθλάα) αγαθές πράξεις ή σκέψεις ή ιδέεςβ) τα αγαθά, η περιουσία11. φρ. «ἐσθλόν (ἐστί)» — είναι καλό, συμφέρον να...[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εσθλός συνδέεται με αρχ. ινδ. edhate «ευμενής» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *es- «είμαι» με παρέκταση -dh- (* esdh-), αν δεν αποτελεί σύνθετο *es-dhl-ό: από μόρφημα *es-, ρίζα τού εύς* «καλός, ανδρείος, ευγενής», και β’ σύνθ. -dhl-, μηδενισμένη βαθμίδα τού ΙE *dhē-lo «θέτω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. dělo «πράξη»). Οι αιολ. τ. έσλος, εσλός, όπως και ο αρκαδ. τ. εσλός, προήλθαν με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος -σθλ-].
Dictionary of Greek. 2013.